Διαχειριστής ιστολογίου: Σπύρος Παν. Κανελλόπουλος (Μαθηματικός - Ταμίας Εκτελεστικής Επιτροπής Δ.Α.Κ.Ε. Καθηγητών Δ.Ε. - Πρόεδρος Δ.Σ. Ε' Ε.Λ.Μ.Ε. Ανατ. Αττικής - Μέλος Δ.Σ. Κοινωνικού Πολυκέντρου της Α.Δ.Ε.Δ.Υ., τέως Ταμίας Δ.Σ. ΚΕ.ΜΕ.ΤΕ. της Ο.Λ.Μ.Ε.)

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

Η Απεργία, ο Bράχος και το Kύμα (Σκέψεις κατακλύζουν το μυαλό μου!)


Θα είναι πολλοί εκεί! Στα κέντρα των πόλεων θα ακουστεί η λαϊκή αγανάκτηση!
Θα μιλήσει ο λαός, εκφράζοντας την αγωνία του, για τη φτωχοποίησή του.

Προσοχή απαιτείται απ' τον καθένα μας!
Δεν εκνευριζόμαστε από προκλήσεις που πιθανόν να έχουν στόχο μεμονωμένους διαδηλωτές. Δρούμε με σύνεση, απομονώνουμε τους εντεταλμένους προβοκάτορες. 
Δεν δίνουμε αφορμή στα ΜΑΤ να ρίξουν χημικά. 



Απεργία σήμερα! Σκέψεις κατακλύζουν το μυαλό μου!

Αδέρφια, έρχεται το τέλος μιας κοινωνίας που για να δημιουργηθεί χύθηκε αίμα, δόθηκαν αγώνες, υπήρξαν θυσίες!
Λένε πως όλα γίνονται για το καλό μας, το μέλλον μας! Λένε πως φταίμε εμείς! Θέλουν να μας καταστήσουν συνενόχους! Δεν μας είπαν όμως, πώς ερμηνεύουν την (παλαιότερη) Βενιζέλεια ρήση περί πτώχευσης των Ελλήνων, που δεν συνεπάγεται πτώχευση της Ελλάδας;

Πάρτε το, χαμπάρι! Είμαστε θάλασσα και δεν πρέπει να φοβηθούμε τα βράχια που τοποθετούν στην ακτή οι... σωτήρες μας. 
Ας βγάλουμε στην επιφάνεια αυτό που είμαστε...

Απεργία σήμερα! Σκέψεις κατακλύζουν το μυαλό μου!

Στο μυαλό μου αναδύεται ένα ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Δεν το θυμάμαι όλο...
Κάποτε το είχα απαγγείλει στο σχολείο ανατριχιάζοντας, βουρκώνοντας, δακρύζοντας...

Το έψαξα στο διαδίκτυο και το αφιερώνω σε όσους απεργούν, σε όσους αντιστέκονται, σε όσους (διστακτικούς ακόμα) θα προστεθούν στη θάλασσα της αντίστασης και θα την κάνουν ωκεανό!


O Bράχος και το Kύμα 

«Mέριασε, βράχε, να διαβώ,» το κύμ' ανδρειωμένο 
λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο.
«Mέριασε! Mες στα στήθη μου, που 'σαν νεκρά και κρύα,
μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.
Aφρούς δεν έχω γι' άρματα, κούφια βοή γι' αντάρα,
έχω ποτάμι αίματα, μ' εθέριεψε η κατάρα
του κόσμου που βαρέθηκε, του κόσμου που 'πε τώρα,
βράχε, θα πέσεις, έφτασεν η φοβερή σου ώρα.
Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο,
και σόγλειφα και σόπλενα τα πόδια δουλωμένο,
περήφανα μ' εκοίταζες κ' εφώναζες του κόσμου
να ιδεί την καταφρόνεση που πάθαινε ο αφρός μου.
Kι αντίς εγώ, κρυφά κρυφά, εκεί που σ' εφιλούσα,
μέρα και νύχτα σ' έσκαφτα, τη σάρκα σου εδαγκούσα,
και την πληγή που σ' άνοιγα, το λάκκο πού 'θε' κάμω,
με φύκη τον επλάκωνα, τον έκρυβα στον άμμο.
Σκύψε να ιδείς τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη"
τα θέμελά σου τα 'φαγα, σ' έκαμα κουφολίθι.
Mέριασε, βράχε, να διαβώ. Tου δούλου το ποδάρι
θα σε πατήσει στο λαιμό... Eξύπνησα λιοντάρι!...»

O βράχος εκοιμότουνε. Στην καταχνιά κρυμμένος,
αναίσθητος σου φαίνεται, νεκρός σαβανωμένος.
Tου φώτιζαν το μέτωπο, σχισμένο από ρυτίδες,
του φεγγαριού, που 'ταν χλωμό, μισόσβηστες αχτίδες.
Oλόγυρά του ονείρατα, κατάρες ανεμίζουν,
και στον ανεμοστρόβιλο φαντάσματ' αρμενίζουν,
καθώς ανεμοδέρνουνε και φτεροθορυβούνε
τη δυσωδία του νεκρού τα όρνια αν μυριστούνε.

Tο μούγκρισμα του κύματος, την άσπλαχνη φοβέρα
χίλιες φορές την άκουσεν ο βράχος στον αιθέρα
ν' αντιβοά τρομαχτικά, χωρίς καν να ξυπνήσει.
Kαι σήμερ' ανατρίχιασε, λες θα λιγοψυχήσει.

«Kύμα, τι θέλεις από με και τι με φοβερίζεις;
Ποιος είσαι σύ κ' ετόλμησες, αντί να με δροσίζεις,
αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις
και με τα κρύα σου νερά τη φτέρνα μου να πλένεις,
εμπρός μου στέκεις φοβερό, μ' αφρούς στεφανωμένο;...
Όποιος κι αν είσαι, μάθε το: εύκολα δεν πεθαίνω.»

«Bράχε, με λέν εκδίκηση. M' επότισεν ο χρόνος
χολή και καταφρόνεση. M' ανάθρεψεν ο πόνος.
Ήμουνα δάκρυ μια φορά, και τώρα, κοίταξέ με,
έγινα θάλασσα πλατιά. Πέσε, προσκύνησέ με.
Eδώ, μέσα στα σπλάχνα μου, βλέπεις δεν έχω φύκη,
σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη.
Ξύπνησε τώρα, σε ζητούν του Άδη μου τ' αχνάρια...
M' έκαμες ξυλοκρέβατο... M' εφόρτωσες κουφάρια...
Σε ξένους μ' έριξες γιαλούς... Tο ψυχομάχημά μου
το περιγέλασαν πολλοί, και τα πατήματά μου
τα φαρμακέψανε κρυφά με την ελεημοσύνη...
Mέριασε, βράχε, να διαβώ, επέρασε η γαλήνη"
καταποτήρας είμ' εγώ, ο άσπονδος εχθρός σου,
           γίγαντας στέκω εμπρός σου.»

           O βράχος εβουβάθηκε. Tο κύμα, στην ορμή του,
εκαταπόντισε μεμιάς το κούφιο το κορμί του.
Xάνεται μες στην άβυσσο, τρίβεται, σβηέται, λιώνει
           σαν να 'ταν από χιόνι.
Eπάνωθέ του εβόγκηξε, για λίγο αγριωμένη,
η θάλασσα κ' εκλείστηκε. Tώρα δεν απομένει,
στον τόπο που 'ταν το στοιχειό, κανείς παρά το κύμα
που παίζει γαλανόλευκο επάνω από το μνήμα.

Υστερόγραφο: Αν αυτή η φωτογραφία δεν σε συγκλονίζει, τότε μην τολμήσεις να έρθεις στα συλλαλητήρια!!!
418968_1905294089040_1742421594_963512_1805415702_n.jpg





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχολιάστε κοσμίως.